αλαφρόσκιωτος
Смотреть что такое "αλαφρόσκιωτος" в других словарях:
αλαφρόσκιωτος — η, ο ο αλαφροήσκιωτος* … Dictionary of Greek
αλαφροΐσκιωτος — Αυτός που έχει ελαφριά σκιά, σε αντίθεση με τον βαρύσκιωτο, που έχει βαριά (Πολίτου Παραδ. σ. 432, αρ. 732 και 1066). Λέγεται και αλαφρόσκιωτος. Την ονομασία αυτή χρησιμοποιεί ο λαός για τους ανθρώπους εκείνους που έχουν την ιδιότητα και τη… … Dictionary of Greek
αλαφροήσκιωτος — η, ο 1. (για δέντρα) αυτός που έχει ελαφριά σκιά, ώστε να μην προξενεί πονοκέφαλο σ’ αυτούς που κοιμούνται από κάτω 2. αυτός που δεν κοιμάται βαθιά, που μπορεί να ξυπνήσει εύκολα 3. αυτός που έχει καλό ήσκιο, καλή τύχη, που δεν επηρεάζει βλαβερά… … Dictionary of Greek
αλαφροΐσκιωτος — αλαφροΐσκιωτος, η, ο και αλαφρόσκιωτος, η, ο 1. αυτός που έχει τη δύναμη να βλέπει αόρατα όντα (ξωτικά, νεράιδες, αερικά κτλ.): Αλαφροΐσκιωτε καλέ πες μας απόψε τι δες (Σολωμός). 2. αυτός που έχει ελαφρύ ύπνο: Ήταν αλαφροΐσκιωτος και ξυπνούσε με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)